Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάρος ο [fáros] Ο18 : 1. εγκατάσταση ισχυρού φωτιστικού σώματος πάνω σε βάση ή σε πύργο, τοποθετημένη σε επικίνδυνα σημεία για τον προσανατολισμό των πλοίων αλλά και των αεροπλάνων: Οι φάροι είναι τοποθετημένοι συνήθως σε ακτές, σε ακρωτήρια ή σε νησίδες. || Ο ~ της Aλεξάνδρειας είναι ένα από τα επτά θαύματα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο, ιδέα ή γεγονός που, εξαιτίας της σπουδαιότητας και της ακτινοβολίας του, αποτελεί πηγή και αντικείμενο θαυμασμού, κέντρο για δράση ή και σημείο προσανατολισμού της: Οι Tρεις Iεράρχες, οι φάροι αυτοί του χριστιανισμού. (λόγ. έκφρ.) ~ τηλαυγής, επιτατικά, για να τονίσουμε τη σπουδαιότητα, την ακτινοβολία ενός προσώπου κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. φάρος, αρχ. Φάρος (νησί στο λιμάνι της Aλεξάνδρειας, όπου χτίστηκε ο φάρος)· 2: σημδ. γαλλ. phare (στη νέα σημ.) < ελνστ. φάρος]