Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υφάδι το [ifáδi] Ο44 : το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό.
[μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) -άδιον]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) -άδιον]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |