Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπόκοσμος ο [ipókozmos] Ο20α : σύνολο ανθρώπων οι οποίοι ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και αναπτύσσουν παράνομη δραστηριότητα: Ο ~ των μεγαλουπόλεων. Άνθρωποι του υποκόσμου.
[λόγ. υπο- κόσμος μτφρδ. αγγλ. underworld]