Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποτελής -ής -ές [ipotelís] Ε10 : για χώρα ημιανεξάρτητη, που δεν έχει πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποια άλλη: Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν υποτελείς στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. (Xώρα) φόρου* ~. || (για πρόσ.): Kόμητες / βαρόνοι υποτελείς στο βασιλιά.
[λόγ. < αρχ. ὑποτελής]