Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποτάσσω [ipotáso] -ομαι Ρ αόρ. υπέταξα και (προφ.) υπόταξα, απαρέμφ. υποτάξει, παθ. αόρ. υποτάχθηκα, απαρέμφ. υποταχθεί, μππ. υποταγμένος : 1.με τη χρήση βίας (ψυχολογικής ή σωματικής) αναγκάζω κπ. ή κτ. να θέσει τον εαυτό του σε κατάσταση άμεσης εξάρτησης από τις επιθυμίες ή τις διαταγές μου. α. με ένοπλη σύγκρουση καταργώ την αυτονομία ενός κράτους, ενός λαού· υποδουλώνω: Οι Πέρσες δεν κατάφεραν να υποτάξουν τους Έλληνες. || Οι Έλληνες υπέταξαν πολιτιστικά τους Ρωμαίους. β. κυριαρχώ επάνω σε κτ. και ελέγχοντάς το γίνομαι κύριος και εξουσιαστής: Mε την τεχνολογία ο άνθρωπος υπέταξε τη φύση. Δεν κατάφερε να υποτάξει τις επιθυμίες του σώματος. || Ο τρίτος κόσμος είναι ουσιαστικά υποταγμένος στην οικονομία των αναπτυγμένων κρατών. || με την έννοια της πλήρους υπακοής: Aρνήθηκε να υποταχθεί στη θέλησή του. γ. εγκαταλείπω τον αγώνα, αποδέχομαι παθητικά μια δυσάρεστη κατάσταση: Yποτάχθηκε πια στη μοίρα της. Nικήθηκε αλλά δεν υποτάχθηκε. Ποτέ δε θα υποταχθούμε στη βία. 2. ιεραρχώντας και αξιολογώντας κτ. το κρίνω ως δευτερεύον: ~ το συμφέρον μου στο κοινό καλό.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποτάσσω, αρχ. σημ.: `τοποθετώ κάτω από΄· 2: σημδ. γαλλ. subordonner]