Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπομονητικός -ή -ό [ipomonitikós] & υπομονετικός -ή -ό [ipomonetikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να υπομένει.
υπομονητικά & υπομονετικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑπομονητικός· συμφυρ. των αρχ. ὑπομονητικός & ὑπομενετικός]