Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποκειμενικός
1 εγγραφή
υποκειμενικός -ή -ό [ipokimenikós] Ε1 : 1.που ανταποκρίνεται στις κρίσεις και στις εκτιμήσεις ενός μόνο ατόμου, άσχετα αν είναι σύμφωνος με την πραγματικότητα· προσωπικός. ANT αντικειμενικός: Yποκειμενική γνώμη / κρίση. Yποκειμενικά κριτήρια. Yποκειμενική αντίληψη του ωραίου. || (ψυχ.) υποκειμενική μέθοδος, ενδοσκοπική μέθοδος, αυτοπαρατηρησία. 2. (γραμμ.) που έχει σχέση με το υποκείμενο1: Γενική υποκειμενική, γενική η οποία δηλώνει το υποκείμενο της ενέργειας που φανερώνει το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό. υποκειμενικά & (λόγ.) υποκειμενικώς ΕΠIΡΡ: Δεν πρέπει να κρίνουμε τα πράγματα ~.

[λόγ. υποκείμεν(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. subjectif· λόγ. υποκειμενικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες