Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποδύομαι [ipoδíome] Ρ9β : 1.παριστάνω κάποιο πρόσωπο σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο: Ποιος θα υποδυθεί τον Οιδίποδα; 2. (μτφ.): Yποδύεται τον προστάτη των φτωχών, υποκριτικά εμφανίζεται ως προστάτης. Yποδύεται το συγγραφέα, θέλει να εμφανίζεται ως συγγραφέας χωρίς να έχει τα αντίστοιχα προσόντα. Yποδύεται τον αριστοκράτη, εμφανίζεται ως αριστοκράτης, χωρίς να είναι.
[λόγ. < αρχ. ὑποδύομαι]