Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποδομή η [ipoδomí] Ο29 : 1.ό,τι αποτελεί τη βάση για την εκτέλεση μιας εργασίας, για τη δημιουργία ενός έργου: α. Έργα υποδομής, έργα τα οποία δημιουργούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανάπτυξη, χωρίς τα ίδια να είναι άμεσα παραγωγικά: Οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα λιμάνια είναι βασικά έργα υποδομής. Εργασίες υποδομής, σύνολο εργασιών οι οποίες πρέπει να προηγηθούν για να γίνει εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων, επιχειρήσεων, νοσοκομείων κτλ. Yλικοτεχνική* ~. β. Οικονομική / πνευματική ~. H παιδεία αποτελεί την ~ για την παραπέρα πορεία και εξέλιξη του έθνους. 2. ως τεχνικός όρος κυρίως της οδοποιίας, η ειδική προεργασία του εδάφους για να δεχτεί το οδόστρω μα.
[λόγ. υπο- δομή μτφρδ. γαλλ. substructure & συν. infrastructure (πρβ. ελνστ. ὑποδομή `τοίχος στήριξης΄)]