Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υποδεέστερος -η -ο
1 εγγραφή
υποδεέστερος -η -ο [ipoδeésteros] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που, όταν συγκρίνεται με κπ. ή με κτ. άλλο, κρίνεται κατώτερός του: Tους θεωρεί όλους υποδεέστερους. Tο καινούριο του έργο είναι υποδεέστερο από τα προηγούμενα.

[λόγ. < αρχ. ὑποδεέστερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες