Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποδεέστερος -η -ο [ipoδeésteros] Ε5 : για κπ. ή για κτ. που, όταν συγκρίνεται με κπ. ή με κτ. άλλο, κρίνεται κατώτερός του: Tους θεωρεί όλους υποδεέστερους. Tο καινούριο του έργο είναι υποδεέστερο από τα προηγούμενα.
[λόγ. < αρχ. ὑποδεέστερος]