Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποβρύχιο το [ipovríxio] Ο40 : 1.σκάφος, κυρίως πολεμικό, το οποίο έχει τη δυνατότητα να πλέει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: Aτομικό ~, που κινείται με πυρηνική ενέργεια. Στόλοι υποβρυχίων. ~ τσέπης*. 2. (μτφ., οικ.) το γλυκό βανίλια, όταν σερβίρεται με το κουταλάκι μέσα σε ένα ποτήρι νερό.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. υποβρύχιος σημδ. γαλλ. sous-marin ή αγγλ. submarine]
- υποβρύχιος -α -ο [ipovríxios] Ε6 : που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το νερό· (πρβ. υποθαλάσσιος): Yποβρύχιο σκάφος. Yποβρύχιο ψάρεμα. Yποβρύχιες έρευνες. Yποβρύχια καλώδια. || Yποβρύχια άμυνα, που γίνεται με υποβρύχια αμυντικά και επιθετικά μέσα.
υποβρυχίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑποβρύχιος· λόγ. υποβρύχι(ος) -ως]