Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερωκεάνιο το [iperokeánio] Ο42 : πολύ μεγάλο επιβατηγό, ποντοπόρο πλοίο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὑπερωκεάνιος `πέρα από τον ωκεανό΄ σημδ. γαλλ. transocéanien `που πηγαίνει απ΄ τη μια μεριά του ωκεανού στην άλλη΄ & συν. transatlantique (σύγκρ. υπερατλαντικός)]