Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερκεράζω [iperkerázo] -ομαι Ρ2.1 : σε μια σύγκρουση, σε μια αναμέτρηση περνώ πιο μπροστά, προχωρώ πιο πέρα.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερκερ(ῶ) `υπερφαλαγγίζω΄, μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. υπερκερασ-]