Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπέρταση η [ipértasi] Ο33 : (ιατρ.) αρτηριακή πίεση ανώτερη από τη φυσιολογική. ANT υπόταση.
[λόγ. < ελνστ. ὑπέρτα(σις) `υπερβολικό τέντωμα΄ -ση σημδ. γαλλ. hypertension]