Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπέρηχος ο [ipérixos] Ο19 : (φυσ.) ταλαντώσεις της ίδιας φύσης με τον ήχο, υψηλότερης όμως συχνότητας, έτσι ώστε δε γίνονται αντιληπτές από το ανθρώπινο αυτί: Οι υπέρηχοι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ιατρική.
[λόγ. υπερ- + ήχος μτφρδ. γαλλ. ultrason]