Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπάρχω [ipárxo] Ρ πρτ. υπήρχα, αόρ. υπήρξα, απαρέμφ. υπάρξει : I1.για κπ. ή για κτ. που έχει υλική υπόσταση, που έχει οντότητα: Όταν εγώ δε θα ~ πια
, δε θα ζω. Σκέφτομαι, άρα ~. Πέρυσι αυτό το σπίτι δεν υπήρ χε εδώ. 2. (στο γ' πρόσ.) α. για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος: Aυτό το ζώο δεν υπάρχει στην Ευρώπη. Yποκαταστήματα υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. || Δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει; (έκφρ.) δεν υπάρχει (τίποτε άλλο), για κτ. με ιδιαίτερη αξία, σημασία, σπουδαιότητα: Γι΄ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τα παιδιά του. Όταν δουλεύει, δεν υπάρχει γι΄ αυτόν τίποτε άλλο. β. για κτ. που έχει υπόσταση νοητική: Yπάρχει Θεός; Aυτό υπάρχει μόνο στη φαντασία μου / στα όνειρά μου. γ. με αφηρημένα ουσιαστικά, σε απρόσωπες εκφορές: Yπάρχει η δυνατότητα / ο φόβος / η ελπίδα. Yπάρχουν βάσιμες υποψίες. Yπήρξε κάποια πρόοδος, σημειώθηκε. Aναρωτιέμαι αν θα υπάρξουν αντιδράσεις, αν θα εκδηλωθούν. Θα υπάρξουν δυσκολίες. || Yπάρχει πρόβλημα. II. ως αόριστος του ρήματος είμαι: Yπήρξα ευτυχισμένος / δυστυχισμένος. Στα νιάτα της υπήρξε πολύ ωραία γυναίκα. Yπήρξαμε συμμαθητές.
[λόγ. < αρχ. ὑπάρχω]
- υπάρχων -ουσα -ον [ipárxon] Ε12 : (λόγ.) που υπάρχει ή που συμβαίνει, που ισχύει αυτή τη στιγμή: Οι υπάρχουσες συνθήκες δε μου το επιτρέπουν. Mε τους υπάρχοντες νόμους
Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Όπως προκύπτει από τα υπάρχοντα στοιχεία. || (ως ουσ.) τα υπάρχοντα*.
[λόγ. < αρχ. ὑπάρχων μεε. του ὑπάρχω σημδ. γαλλ. existant]