Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρόφιλος -η -ο [iδrófilos] Ε5 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα υγρά: Yδρόφιλο βαμβάκι. Yδρόφιλη γάζα. Yδρόφιλη πετσέτα, με μεγάλη απορροφητικότητα. || Yδρόφιλα φυτά, των οποίων η επικονίαση γίνεται μέ σο του νερού.
[λόγ. < γαλλ. hydrophile < hydro- = υδρο- + -phile = -φιλος]