Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρόγειος -ος / -α -ο [iδrójios] Ε15 : ~ σφαίρα, και ως ουσ. η υδρόγειος, η γη: Tαξίδεψε σ΄ όλη την υδρόγειο. || μικρό ομοίωμα της γης που χρησιμοποιείται ως εποπτικό μέσο: Έψαχνε στην υδρόγειο να βρει την Ελλάδα.
[λόγ. υδρο- + -γειος, σφαλερή δημιουργία μτφρδ. παλ. γαλλ. terraqué]