Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρογόνο το [iδroγóno] Ο39 : (χημ.) χημικό στοιχείο σε αέρια μορφή, άχρωμο, άοσμο και άγευστο: Bόμβα υδρογόνου, βόμβα με μεγάλη εκρηκτική δύναμη, της οποίας η κατασκευή στηρίζεται στη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου.
[λόγ. < γαλλ. hydrogène < hydro- = υδρο- + -gène = -γόνον (επειδή παράγει νερό)]
- υδρογονοβόμβα η [iδroγonovómva] Ο25 : ατομική βόμβα υδρογόνου.
[λόγ. υδρογόν(ον) -ο- + βόμβα μτφρδ. αγγλ. hydrogen bomb]