Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδρατμός ο [iδratmós] Ο17 : ατμός νερού: Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. H κουζίνα γέμισε υδρατμούς.
[λόγ. υδρ(ο)- + ατμός μτφρδ. αγγλ. water vapour]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. υδρ(ο)- + ατμός μτφρδ. αγγλ. water vapour]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |