Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδραγωγείο το [iδraγojío] Ο39 : μεγάλο τεχνικό έργο για την ύδρευση κατοικημένων περιοχών, με το οποίο γίνεται η συγκέντρωση του νερού από τις πηγές στο κύριο σημείο διανομής, δηλαδή στη δεξαμενή.
[λόγ. < ελνστ. ὑδραγωγεῖον]