Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδατοσφαίριση η [iδatosférisi] Ο33 : (λόγ., αθλ.) άθλημα ανάλογο με το ποδόσφαιρο, που παίζεται μέσα στο νερό από δύο επταμελείς αντίπαλες ομάδες· (γουότερ) πόλο.
[λόγ. υδατο- + αρχ. σφαιρι- (σφαιρίζω) `παίζω με μπάλα΄ -σις > -ση]