Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδατικός -ή -ό [iδatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο νερό. || Yδατική κρέμα, καλλυντική κρέμα για την ενυδάτωση του δέρματος.
[λόγ. < ελνστ. ὑδατικός `που αναφέρεται στο νερό΄]