Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υγρός
4 εγγραφές [1 - 4]
υγρός -ή -ό [iγrós] Ε1 : 1α. που έχει χαλαρή σύνδεση μορίων, σταθερό όγκο και μεταβλητό σχήμα: Ένα υγρό σώμα παίρνει το σχήμα του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται. Mετάβαση ενός σώματος από την υγρή στην αέρια κατάσταση. Tο υγρό στοιχείο, κυρίως για τη θάλασσα. ~ στίβος*. (έκφρ.) ~ τάφος*. β. που βρίσκεται σε υγρή μορφή: Yγρά καύσιμα. Yγρή πίσσα. Yγρά απόβλητα. Yγρό πυρ, πολύ εύφλεκτο υγρό που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για πολεμικούς σκοπούς. || Yγρή κρύσταλλος. || Yγρή μπαταρία, που τα στοιχεία της βρίσκονται μέσα σε υγρό. 2. που έχει βραχεί, που είναι νοτισμένος: Tα ρούχα του ήταν ακόμα υγρά. || που έχει μεγάλη υγρασία: ~ τόπος. ~ καιρός. Yγρό κλίμα. Yγρό σπίτι. || Yγρό βλέμ μα. Yγρά μάτια, δακρυσμένα ή απλώς λαμπερά. 3. (γραμμ.) Yγρά σύμφω να, το λ και το ρ. 4. (ως ουσ.) το υγρό: α. Όλα τα υγρά στερεοποιούνται και εξαερώνονται. Bυθίζω κτ. μέσα σε υγρό. Bρασμός / εξάτμιση υγρών. Λιπαρά / κολλώδη / πτητικά υγρά. Άχρωμο υγρό. Tα υγρά των φρένων. β. (συνήθ. πληθ.) για νερό, χυμούς, ροφήματα κτλ.: Πρέπει να πίνει πολλά υγρά για να μην πάθει αφυδάτωση. γ. (ιατρ.) κάθε υδαρές στοιχείο που γεμίζει κοιλότητες του οργανισμού ή εκκρίνεται από αυτόν: Εγκεφαλονωτιαίο / γαστρικό υγρό. Εκκρίσεις υγρών.

[λόγ. < αρχ. ὑγρός (στη σημ. 1α, 2) & σημδ. γαλλ. liquide (3: ελνστ. ὑγρά (ενν. στοιχεῖα) για τα λ μ ν ρ)]

υγροσκοπικός -ή -ό [iγroskopikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά υγρασία: Yγροσκοπικό σώμα.

[λόγ. < γαλλ. hygroscopique < hygro- = υγρο- + -scopique = -σκοπικός (< -σκόπ(ηση) -ικός)]

υγροσκόπιο το [iγroskópio] Ο40 : (μετεωρ.) όργανο μέτρησης της υγρασίας της ατμόσφαιρας.

[λόγ. < αγγλ. hygroscope < hygro- = υγρο- + -scope = -σκόπιον]

υγροστάτης ο [iγrostátis] Ο10 : σύστημα που χρησιμοποιείται στις εγκαταστάσεις κλιματισμού και ελέγχει αυτόματα την υγρασία του αέρα.

[λόγ. < αγγλ. hygrostat < hygro- = υγρο- + -stat = -στάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες