Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υγρο- [iγro] & υγρό- [iγró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & υγρ- [iγr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. με αναφορά στην υγρή κατάσταση: ~ποίηση, ~ποιώ, ~ποιήσιμος. || υγραέριο. || στη ρευστή κατάσταση: υγρόπισσα. 2. με αναφορά στο νερό, στο υγρό περιβάλλον, στη θέση του υδρο-: υγρόβιος. 3. (επιστ.) α. με αναφορά στην υγρασία που υπάρχει στην ατμόσφαιρα: ~μετρία, υγρόμετρο, ~σκόπιο. β. (γραμμ.) με αναφορά στα υγρά σύμφωνα: υγρόληκτος.
[λόγ. < αρχ. ὑγρ(ο)- θ. του επιθ. ὑγρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ὑγρο-κέφαλος `που υποφέρει από νερό στο κεφάλι΄, ελνστ. ὑγρό-βιος (για ψαρά) & διεθ. hygro- < αρχ. ὑγρο-: υγρό-μετρο < γαλλ. hygromètre, υγρό-φιλα < νλατ. hygrophila & μτφρδ.: υγρ-αέριο < αγγλ. liquid gas]
- υγροβιότοπος ο [iγroviótopos] Ο20 : περιοχή κοντά σε λίμνη, ποτάμι ή θάλασσα, όπου επικρατούν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη ορισμένης χλωρίδας ή πανίδας και για τη συμπλήρωση μέρους ή ολόκληρου του κύκλου της ζωής ορισμένων ζώων, πτηνών, εντόμων κτλ.
[λόγ. υγρο- + βιότοπος]
- υγρόληκτος -η -ο [iγróliktos] Ε3 : (γραμμ.) που το θέμα του λήγει σε υγρό σύμφωνο: Yγρόληκτα ρήματα.
[λόγ. υγρο- + ληκ- (λήγω) -τος]
- υγρόμετρο το [iγrómetro] Ο40 : μετεωρολογικό όργανο για τη μέτρηση της υγρασίας της ατμόσφαιρας.
[λόγ. < γαλλ. hygromètre < hygro- = υγρο- + -mètre = -μετρον]
- υγροποίηση η [iγropíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υγροποιώ: H ~ των ατμών.
[λόγ. υγροποιη- (υγροποιώ) -σις > -ση]
- υγροποιητικός -ή -ό [iγropiitikós] Ε1 : που συντελεί στην υγροποίηση: Yγροποιητικά συστατικά.
[λόγ. υγροποιη- (υγροποιώ) -τικός]
- υγροποιώ [iγropió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω ένα στερεό ή αέριο σώμα σε υγρό: Yγροποιημένο αέριο. Οι υδρατμοί υγροποιούνται στις ψυχρές περιοχές της ατμόσφαιρας και γίνονται βροχή.
[λόγ. < ελνστ. ὑγροποιῶ `νοτίζω΄ σημδ. γαλλ. liquéfier]
- υγρός -ή -ό [iγrós] Ε1 : 1α. που έχει χαλαρή σύνδεση μορίων, σταθερό όγκο και μεταβλητό σχήμα: Ένα υγρό σώμα παίρνει το σχήμα του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται. Mετάβαση ενός σώματος από την υγρή στην αέρια κατάσταση. Tο υγρό στοιχείο, κυρίως για τη θάλασσα. ~ στίβος*. (έκφρ.) ~ τάφος*. β. που βρίσκεται σε υγρή μορφή: Yγρά καύσιμα. Yγρή πίσσα. Yγρά απόβλητα. Yγρό πυρ, πολύ εύφλεκτο υγρό που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί για πολεμικούς σκοπούς. || Yγρή κρύσταλλος. || Yγρή μπαταρία, που τα στοιχεία της βρίσκονται μέσα σε υγρό. 2. που έχει βραχεί, που είναι νοτισμένος: Tα ρούχα του ήταν ακόμα υγρά. || που έχει μεγάλη υγρασία: ~ τόπος. ~ καιρός. Yγρό κλίμα. Yγρό σπίτι. || Yγρό βλέμ μα. Yγρά μάτια, δακρυσμένα ή απλώς λαμπερά. 3. (γραμμ.) Yγρά σύμφω να, το λ και το ρ. 4. (ως ουσ.) το υγρό: α. Όλα τα υγρά στερεοποιούνται και εξαερώνονται. Bυθίζω κτ. μέσα σε υγρό. Bρασμός / εξάτμιση υγρών. Λιπαρά / κολλώδη / πτητικά υγρά. Άχρωμο υγρό. Tα υγρά των φρένων. β. (συνήθ. πληθ.) για νερό, χυμούς, ροφήματα κτλ.: Πρέπει να πίνει πολλά υγρά για να μην πάθει αφυδάτωση. γ. (ιατρ.) κάθε υδαρές στοιχείο που γεμίζει κοιλότητες του οργανισμού ή εκκρίνεται από αυτόν: Εγκεφαλονωτιαίο / γαστρικό υγρό. Εκκρίσεις υγρών.
[λόγ. < αρχ. ὑγρός (στη σημ. 1α, 2) & σημδ. γαλλ. liquide (3: ελνστ. ὑγρά (ενν. στοιχεῖα) για τα λ μ ν ρ)]
- υγροσκοπικός -ή -ό [iγroskopikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά υγρασία: Yγροσκοπικό σώμα.
[λόγ. < γαλλ. hygroscopique < hygro- = υγρο- + -scopique = -σκοπικός (< -σκόπ(ηση) -ικός)]
- υγροσκόπιο το [iγroskópio] Ο40 : (μετεωρ.) όργανο μέτρησης της υγρασίας της ατμόσφαιρας.
[λόγ. < αγγλ. hygroscope < hygro- = υγρο- + -scope = -σκόπιον]