Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: υβριδικός
1 item total
υβριδικός -ή -ό [ivriδikós] Ε1 : (επιστ.) 1. (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο1: Yβριδικά κύτταρα. 2. που είναι αποτέλεσμα συνένωσης ή συνύπαρξης δύο διαφορετικών στοιχείων: ~ πυρηνικός αντιδραστήρας. Yβριδικό ηλεκτρονικό κύκλωμα. || (γλωσσ.) ~ σχηματισμός, για λέξη που σχηματίζεται από στοιχεία δύο διαφορετικών γλωσσών.

[λόγ. υβρί δ(ιον) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go