Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τόσο
3 εγγραφές [1 - 3]
τόσο [tóso] επίρρ. δεικτ., ποσ. : 1α. για να δηλώσουμε μεγάλη ποσότητα, μεγάλο μέγεθος ή ένταση σε μεγάλο βαθμό: Tον αγαπώ ~, τόσο πολύ. Δουλεύει ~ πολύ / ~ λίγο. Είσαι καλά; - Όχι και ~. β. ως κάποιο σημείο: ~ μπορεί να κρίνει. ~ δουλεύει το μυαλό του. || (επιφωνηματικά): Είναι ~ μα ~ αγενής! 2α. (με σύγκριση) τόσο… όσο: Ο Γιώργος είναι ~ καλός, όσο και ο Γιάννης. Όσο θα φωνάζεις εσύ, άλλο ~ θα φωνάζω κι εγώ. β. με δευτερεύουσα συμπερασματική πρόταση που εισάγεται με το ώστε / που: Πάχυνε τόσο, ώστε δεν τον χωρούν τα ρούχα του. (έκφρ.) κάθε ~, πολύ συχνά: Kάθε ~ αρρωσταίνει. ~ το χειρότερο / το καλύτερο, ακόμη χειρότερα / καλύτερα: Aν θέλεις βοήθεια, ~ το χειρότερο για σένα (και ~ το καλύτερο για μένα). γ. με αριθμητικό και το συμπλεκτικό σύνδεσμο και: Στις οκτώ και ~ μου τηλεφώνησε η Kαίτη.

[αρχ. τόσον]

τόσος -η -ο [tósos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : σε επιθετική χρήση. 1α. για να δηλώσουμε μεγάλη ποσότητα, μεγάλο μέγεθος ή ένταση σε μεγάλο βαθ μό: Δε θέλω τόσο ψωμί. Tόσο μεγάλο σπίτι τι το χρειάζεσαι; Έχω τόση δουλειά σήμερα! Δεν περίμενα από σένα τόση αδιαφορία. (έκφρ.) τόσα και τόσα, τόσα πολλά: Είπαν τόσα και τόσα εναντίον του. τόσοι και τόσοι, τόσοι πολλοί: Tόσοι και τόσοι τη ζήτησαν σε γάμο, όμως δεν της άρεσε κανένας. το τόσο το κάνει τόσο, για υπερβολή και μεγαλοποίηση ασήμαντου γεγονότος. δυο / τρεις κτλ. φορές ~, διπλάσιος / τριπλάσιος κτλ. ~ κι άλλος ~ ή άλλος ~: α. διπλάσιος ή περίπου διπλάσιος: Zήτησε τόσα κι άλλα τόσα, τα διπλάσια. β. (για πρόσ.) ως προς το πάχος, το ύψος ή και μτφ., για μεγάλη χαρά, ικανοποίηση, ευτυχία: Έγινε ~ κι άλλος ~. Tο άκουσα κι έγινα τόση κι άλλη τόση. β. (για μικρή ποσότητα) ~ μόνο: Tόσο μόνο ήταν το ενδιαφέρον σου. ~ δα: Ένα τόσο δα μπλουζάκι. (έκφρ.) μια φορά στα τόσα / στις τόσες, αραιά και πού: Mια φορά στις τόσες είπα να κατεβώ στην αγορά και είναι κλειστά τα μαγαζιά! τόσα ξέρει* τόσα λέει. 2α. ~ όσος / όσος ~, για να δηλώσουμε ότι οι δύο όροι έχουν την ίδια ποσότητα, το ίδιο μέγεθος, την ίδια ένταση: Έπεσε τόση βροχή, όση χρειάζονται οι καλλιέργειες. Δεν είναι το σπίτι τόσο, όσο φαίνεται. Όση η επιτυχία, άλλη τόση και η χαρά. Έχω τόσα (χρήματα), όσα χρειάζομαι. (έκφρ.) όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, για συναλλαγή. β. με δευτερεύουσα συμπερασματική πρόταση που εισάγεται με το ώστε / που, για να δηλώσουμε ότι μια ορισμένη ποσότητα, ένα ορισμένο μέγεθος, μια ορισμένη ένταση δημιουργεί ένα ανάλογο αποτέλεσμα: Tο φαγητό είναι τόσο, ώστε δεν μπορώ να το τελειώσω. Ο θόρυβος είναι ~, που δεν μπορώ να κοιμηθώ. 3. όταν δεν προσδιορίζουμε μια ποσότητα, που όμως τη θεωρούμε ορισμένη, είτε επειδή δε θέλουμε είτε επειδή δεν την ξέρου με: Πληρώνεται στις τόσες / κάθε τόσο του μηνός. H μία τράπεζα δίνει τόκο τόσα τα εκατό και η άλλη τόσα. || για να συμπληρώσουμε κατά προσέγγιση τις μονάδες ή δεκάδες πολυψήφιου αριθμού: Στα χίλια εννιακόσια τόσα. Εκατόν είκοσι τόσες δραχμές.

[αρχ. τόσος]

τοσοσδά, τοσηδά, τοσοδά [tosozδá] & τόσος δα, τόση δα, τόσο δα [tósos δá] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : τη μεταχειριζόμαστε για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ μικρό σε μέγεθος ή σε έκταση: Είναι πολύ κοντός, ~. Mένει σε μια τοσηδά καμαρούλα. Ένα τοσοδά παιδάκι. τοσοδούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. τοσοδούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. τοσοδά ΕΠIΡΡ: Δε μ΄ αγαπάς ούτε ~;

[τόσος + δα· τοσοδ(ά) -ούλης, -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες