Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τωόντι
1 εγγραφή
τωόντι [toóndi] επίρρ. βεβ. : πράγματι, αληθινά, όντως: Είναι ~ πολύ αξιόλογος άνθρωπος.

[λόγ. < αρχ. φρ. τῷ ὄντι (μεε. του εἰμί)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες