Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυχόν [tixón] επίρρ. τροπ. : 1. γενικά περιορίζει ακόμη περισσότερο τη μικρή πιθανότητα να ισχύσει αυτό που εκφράζει ο ομιλητής. α. συνήθ. μαζί με τα αν, μην, μήπως· στην περίπτωση που: Πήρε μαζί του και την ταυτότητά του, μην ~ και του τη ζητήσουν. Aν ~ τον βρεις, να του το δώσεις, αν τύχει και
|| Tο έκρυψε, μην ~ και το βρουν, για να μην το βρουν, μην τύχει και το βρουν. β. σε προτάσεις που εκφράζουν απειλή: Mην ~ σε βρει στο δρόμο του, αλίμονό σου, μην τύχει και
γ. σε ευγενικότερη ή περισσότερο αόριστη διατύπωση μιας ερωτηματικής πρότασης επιτείνει τη σημασία του μήπως: Mήπως ~ σας ενοχλεί; Mήπως ~ ξέρετε την καινούρια του διεύθυνση; Mήπως ~ τον έχετε ακουστά; Mήπως ~ είστε φίλοι;, μήπως είστε τίποτε φίλοι; 2. επιθετικά· πιθανός, ενδεχόμενος: Tα έστειλε για ~ διορθώσεις. ~ νέες αυξήσεις θα δημιουργήσουν προβλήματα στους καταναλωτές. Είσαι υπεύθυνος για (τις) ~ παραλείψεις.
[1: αρχ. επίρρ. τυχόν (στη σημ. 1α) < ουδ. μτχ. αορ. του ρ. τυγχάνω (δες τυχαίνω)· 2: λόγ. < αρχ. μτχ. αορ. τυχόν]
- τυχόντας [tixóndas] Ε (βλ. Ο2) : τυχών, κυρίως ως ουσ.
[λόγ. < αρχ. τυχών, αιτ. -όντα]
- τυχών -ούσα -όν [tixón] Ε12α : (λόγ.) που δεν τον έχουν επιλέξει με βάση ορισμένα κριτήρια· οποιοσδήποτε: Παίρνουμε έναν τυχόντα αριθμό / μια τυχούσα ευθεία / ένα τυχόν επίπεδο. || (ως ουσ.) συνήθ. στην έκφραση ο πρώτος ~: α. για κπ. που μας είναι τελείως άγνωστος: Εμπιστεύεται τα μυστικά του στον πρώτο τυχόντα. β. ασήμαντος, τιποτένιος· τυχαίος2: Είναι άνθρωπος με αξία, δεν είναι ο πρώτος ~.
[λόγ. < αρχ. τυχών μτχ. αορ. του τυγχάνω]