Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυροκομείο το [tirokomío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου παρασκευάζουν τυρί.
[λόγ. τυροκόμ(ος) -είον (πρβ. ελνστ. τυροκομεῖον `κοφίνι για τυρί΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. τυροκόμ(ος) -είον (πρβ. ελνστ. τυροκομεῖον `κοφίνι για τυρί΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |