Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυποποιώ [tipopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. παράγω σε μεγάλες ποσότητες βιομηχανικά προϊόντα, σύμφωνα με ένα υπόδειγμα που καθορίζει την ποιότητα, το μέγεθος, το είδος συσκευασίας κτλ.: Οι σύγχρονες βιομηχανίες έχουν τυποποιήσει την παραγωγή τους. Tυποποιημένα τρόφιμα / εξαρτήματα μηχανών. Tυποποιημένες εξοχικές κατοικίες. β. οργανώνω τη λειτουργία μιας βιομηχανίας, έτσι ώστε να μπορώ να εφαρμόζω ενιαίες μεθόδους εργασίας. 2. διαμορφώνω κπ. ή κτ. σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο, χωρίς να αφήνω περιθώρια ελεύθερης δημιουργίας, πρωτοτυπίας: Ο ηθοποιός κινδυνεύει να τυποποιηθεί, όταν παίζει μόνο ορισμένους ρόλους. Tυποποιημένες ιδέες / εκφράσεις.
[λόγ. τύπ(ος)
1Ι1α -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. standardize]