Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσόλι το [tsóli] & (σπάν.) τσούλι το [tsúli] Ο44 : 1. φτηνό ή παλιό στρωσί δι: Έριξε κάτω ένα ~ και κοιμήθηκε. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι. 2. (μτφ., λαϊκ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος.
[τουρκ. çul -ι]
- τσολιαδίστικος -η -ο [tsolaδístikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον τσολιά, συνήθ. ως ουσ. τα τσολιαδίστικα, η στολή του τσολιά: Έβαλε τα ~ και πήγε στη σχολική παρέλαση.
[τσολιαδ- (τσολιάς) -ίστικος]
- τσολιάς ο [tso
ás] Ο1 : ΣYN εύζωνος. α. Έλληνας στρατιώτης, από τα μέσα περίπου του 19ου αι. έως και το β' παγκόσμιο πόλεμο, ελαφρά οπλισμένος και ντυμένος με τη χαρακτηριστική στολή που την αποτελούν το φέσι, η φέρμελη, η φουστανέλα, οι άσπρες μακριές κάλτσες και τα τσαρούχια με τη φούντα: Ο ~ έγινε το σύμβολο της νίκης στον πόλεμο του 1940. β. άνδρας του ειδικού σώματος που χρησιμοποιείται ως τιμητική φρουρά π.χ. στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. || η στολή του τσολιά ως εθνική ενδυμασία: Nέοι ντυμένοι τσολιάδες έλαβαν μέρος στην παρέλαση. τσολιαδάκι το YΠΟKΟΡ α. Οι μικροί μαθητές ντύθηκαν τσολιαδάκια στην εθνική γιορτή. β. Tα τσολιαδάκια μας πολέμησαν στα βουνά της Aλβανίας. [τσόλ(ι)1 -ιάς]