Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσογλάνι το [tsoγláni] Ο44 : (λαϊκ.) νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης. || (επέκτ.) και για άτομο ώριμης ηλικίας.
τσογλανάκι το YΠΟKΟΡ. τσόγλανος ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. τσογλαναράς ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. [τουρκ. iç oğlanι `νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· τσογλάν(ι) μεγεθ. -ος, -αράς]