Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιπς τα [tsíps] Ο (άκλ.) : λεπτές, στρογγυλές, τηγανισμένες φέτες πατάτας: Φτιάχνω ~ / τις πατάτες ~. Aγόρασε ένα σακουλάκι ~. || (ως επίθ.): Πατατάκια ~.
[αγγλ. chips]