Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιπς
1 εγγραφή
τσιπς τα [tsíps] Ο (άκλ.) : λεπτές, στρογγυλές, τηγανισμένες φέτες πατάτας: Φτιάχνω ~ / τις πατάτες ~. Aγόρασε ένα σακουλάκι ~. || (ως επίθ.): Πατατάκια ~.

[αγγλ. chips]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες