Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιμπούκι το [tsibúki] Ο44 : 1. είδος πίπας που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που καταλήγει σε κοιλότητα, όπου τοποθετούν τον καπνό: Kαπνίζει / ρουφάει το ~ του. 2. (χυδ.) πεολειχία.
τσιμπούκα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. çubuk -ι· τσιμπούκ(ι) μεγεθ. -α]