Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιλια
2 εγγραφές [1 - 2]
τσίλια η [tsíla] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : στη ΦΡ κρατάω / φυλάω τσίλιες, παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κτ. παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα: Ο ένας φύλαγε τσίλιες στη γωνία κι ο άλλος έγραφε παράνομα συνθήματα στον τοίχο. Kράταγε τσίλιες για να μη δει ο καθηγητής τους συμμαθητές του που το έσκαγαν.

[ιταλ. ουδ. ciglio `βλεφαρίδα, βλέφαρο΄, πληθ. ciglia που θεωρήθηκε θηλ. εν.]

τσιλιαδόρος ο [tsilaδóros] Ο18 : (οικ.) αυτός που κρατάει τσίλιες.

[τσί λι(α) -αδόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες