Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσάτσα η [tsátsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) θεία.
[λ. νηπιακή (σύγκρ. μσν. μάμμα, δες στο μαμά, γιάγια δες στο γιαγιά)]
- τσατσά η [tsatsá] Ο23 : (λαϊκ.) ηλικιωμένη γυναίκα, συνήθ. ιδιοκτήτρια πορνείου: Είναι σαν γριά ~, για άτομο με πολύ ρυτιδωμένο πρόσωπο.
[< τσάτσα με μετακ. τόνου κατά το μαμά (που παλιά είχε και αυτήν τη σημ.)]
- τσατσά το [tsatsá] Ο (άκλ.) : είδος χορού με γρήγορα βήματα και η αντίστοιχη μουσική.
[αγγλ. cha-cha < ισπαν. cha-cha-cha]
- τσατσάρα η [tsatsára] Ο25 : χτένα.
[βεν. zazzara `αντρικό μακρυμάλλικο χτένισμα΄]