Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαπράζια
1 εγγραφή
τσαπράζια τα [tsaprázja] Ο44 : τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος.

[τουρκ. çapraz (από τα περσ.) `πόρπη ζώνης, διαγώνια τοποθέτηση στο στήθος΄ -ια, πληθ. του ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες