Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαμπουκάς ο [tsabukás] Ο1 : (λαϊκ.) 1. καβγάς, φασαρία: Tσαμπουκά γυρεύεις, φίλε; 2. μάγκικη συμπεριφορά· νταηλίκι. ΦΡ του σπάω τον τσαμπουκά, τον κάνω να χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, του σπάω το ηθικό.
[τουρκ. çabuka `που έχει καταδικαστεί ξανά΄ -ς < sabιka `προηγούμενη καταδίκη΄]