Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσίπουρο το [tsípuro] Ο41 : 1. δυνατό οινοπνευματώδες ποτό που το παρασκευάζουν από στέμφυλα, τα οποία έχουν υποστεί ζύμωση και απόσταξη: Ήπιε ένα ~, ένα ποτηράκι με τσίπουρο. 2. (πληθ.) ό,τι μένει ύστερα από το πάτημα των σταφυλιών και από την αφαίρεση του μούστου.
τσιπουράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Έλα να πιούμε ένα ~ / το ~ μας. [μσν. τσίπουρον < τουρκ.(;)]