Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσίνουρο το [tsínuro] & τσίνορο το [tsínoro] Ο41 : (σπάν.) βλεφαρίδα, ματοτσίνορο: Mακριά / γυριστά τσίνουρα.
[σύντμ. του (ματο)τσίνουρο < μάτ(ι) -ο- + τσινούρ(ι) -ο < τσινάριν ( [a > u] από επίδρ. του [n] και του [r] ) < *κυνάριον (τροπή [
> ts] πριν από [i] ) υποκορ. του ελνστ. κύναρος `είδος αγκαθιού΄ (σύγκρ. ματόκλαδα)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]