Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσάντα η [tsánda] Ο25 : αντικείμενο από δέρμα, από ύφασμα ή από άλλο υλικό, συνήθ. κλειστό από τις τρεις πλευρές και ανοιχτό από πάνω, που το κρατούν στο χέρι ή το κρεμούν στον ώμο για να μεταφέρουν διάφορα πράγματα. α. Γυναικεία ~, για μικροαντικείμενα. β. μαθητική ~, για βιβλία και τετράδια· σάκα. γ. για έγγραφα, φακέλους κτλ.· χαρτοφύλακας. δ. ~ για ψώνια, σακούλα. ε. εκδρομική / ταξιδιωτική ~, σακίδιο.
τσαντούλα η YΠΟKΟΡ στις σημ. α, β, δ, ε. τσαντάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή γυναικεία τσάντα. β. μικρή δερμάτινη θήκη που την κρατούν οι άντρες. [τουρκ. çanta· τσάντ(α) -ούλα]
- τσαντάκιας ο [tsandákas] Ο4 πληθ. τσαντάκηδες : (οικ.) νεαρό κυρίως άτομο που, συνήθ. οδηγώντας μοτοσικλέτα, αρπάζει τσάντες από περαστικές γυναίκες.
[τσάντ(α) -άκιας]