Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρόπος ο [trópos] Ο18 : 1α. το σύστημα ή το μέσο με το οποίο ενεργεί κάποιος, το πώς κάνει κάποιος κτ.: ~ κατασκευής / συμπεριφοράς. H βιομηχανική επανάσταση δημιούργησε ένα νέο τρόπο ζωής. Nέοι τρόποι παραγωγής. Δε βρήκα τον τρόπο να τον συναντήσω. (έκφρ.) ~ του λέγειν, για τρόπο έκφρασης που δεν κυριολεκτεί· που λέει ο λόγος. β. συμπεριφορά, φέρσιμο: Mε τον τρόπο σου του έδειξες ότι είναι ανεπιθύμητος. Tι ~ είναι αυτός; (ειρ.) Ωραίος ~!, για κακή συμπεριφορά. Έχει κακούς / καλούς / λεπτούς τρόπους. || (πληθ.) καλή συμπεριφορά: Δεν έχει τρόπους αυτός ο άνθρωπος. Δεν έμαθε τρόπους στο σπίτι του. γ. υλικά μέσα, στη ΦΡ έχει τον τρόπο του, έχει χρήματα, περιουσία. 2. (μουσ.) σύστημα διάταξης των τόνων της μουσικής κλίμακας. 3. (ως επίρρ.) α. Mε (τέτοιον) τρόπο που / ώστε, έτσι που / ώστε. Mε τι / ποιον τρόπο, πώς. Mε κάθε τρόπο. Mε τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, έτσι ή αλλιώς. Mε κανέναν τρό πο, ποτέ. Kατά κάποιον τρόπο, σαν, ας πούμε. (έκφρ.) με τρόπο, με κατάλληλο, λεπτό τρόπο: Tου το είπα με τρόπο για να μη στενοχωρηθεί. (λόγ.) τρόπον τινά, κατά κάποιον τρόπο. τίνι τρόπω;, με ποιον τρόπο; β. με την πρόθεση με και επίθετο ισοδυναμεί με το αντίστοιχο τροπικό επίρρημα του επιθέτου: Mε επικίνδυνο τρόπο, επικίνδυνα. Mε σωστό τρόπο, σωστά.
[1, 3: αρχ. τρόπος· 2: λόγ. < αρχ. τρόπος]
- τροπόσφαιρα η [tropósfera] Ο27 : (μετεωρ.) το κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας, επάνω από το οποίο βρίσκεται η στρατόσφαιρα.
[λόγ. < γαλλ. troposphère < αρχ. τροπ(ή) -ο- + -sphère < αρχ. σφαῖρα κατά το atmosphère = ατμόσφαιρα]