Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροφοδοτώ
1 εγγραφή
τροφοδοτώ [trofoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. δίνω τρόφιμα σε ομάδα ανθρώπων: ~ τα πληρώματα των πλοίων. || παρέχω συστηματικά ό,τι είναι απαραίτητο για τη συντήρηση ενός οργανωμένου συνόλου ανθρώπων: Ο αλιευτικός στόλος τροφοδοτεί την αγορά με ψάρια. Tα ποτάμια τροφοδοτούν τις πόλεις με νερό. H Θεσσαλονίκη τροφοδοτείται από την πεδιάδα. 2α. παρέχω χωρίς διακοπή τα αναγκαία υλικά ή δημιουργώ τις απαραίτη τες προϋποθέσεις για τη διατήρηση μιας κατάστασης ή για τη λειτουργία μιας μηχανής, ενός συστήματος κτλ.: ~ τη φωτιά με ξύλα / τη μηχανή με πετρέλαιο. Tο εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα. H παραγωγή τροφοδοτεί την κατανάλωση. β. (μτφ.) παρέχω τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία ενός ψυχικού μηχανισμού: H μνήμη τροφο δοτεί τη συνείδηση με παραστάσεις. Οι περιγραφές εγκλημάτων στις στήλες των εφημερίδων τροφοδοτούν την περιέργεια του κόσμου. 3. (αθλ.) δίνω την μπάλα σε συμπαίκτη ή σε συμπαίκτες για να ξεκινήσει μια επίθεση: Tο κέντρο δεν τροφοδοτεί καλά την επίθεση.

[λόγ. τροφο(δότης) -δοτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες