Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τροπόσφαιρα η [tropósfera] Ο27 : (μετεωρ.) το κατώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας, επάνω από το οποίο βρίσκεται η στρατόσφαιρα.
[λόγ. < γαλλ. troposphère < αρχ. τροπ(ή) -ο- + -sphère < αρχ. σφαῖρα κατά το atmosphère = ατμόσφαιρα]