Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριμερής -ής -ές [trimerís] Ε10 : 1. που αποτελείται από τρία όμοια μέρη. || (βοτ.) Tριμερή άνθη, που έχουν από τρία πέταλα, σέπαλα κτλ. 2. που γίνεται από αντιπροσώπους τριών μερών, στον οποίο συμμετέχουν τρία μέρη, όπως π.χ. κράτη: ~ συμμαχία / συνθήκη. Tριμερές σύμφωνο.
[λόγ. < αρχ. τριμερής]