Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριαντάχρονος -η -ο [triandáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια τριάντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) τριάντα ετών. || (ως ουσ.) ο τριαντάχρονος, τριαντάρης. γ. (ως ουσ.) τα τριαντάχρονα η επέτειος για τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. τριάντα + -χρονος]