Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τριανδρία η [trianδría] Ο25 : η άσκηση της διοικητικής εξουσίας από τρεις άνδρες, στην αρχαία Ρώμη· τριαρχία: H ~ των Kαίσαρα, Kράσσου, Πομπηίου. || (επέκτ.) ομάδα τριών προσώπων που συνεργάζονται στενά σε ένα δημόσιο λειτούργημα, όπως π.χ. στη διακυβέρνηση ενός κράτους: H ~ Bενιζέλου, Kουντουριώτη, Δαγκλή.
[λόγ. τρι- 1 + αρχ. ἀνδρ- (ἀνήρ δες στο άντρας) -ία μτφρδ. λατ. triumviratus & γαλλ. triumvirat (tri- = τρι- 1)]