Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριάδα η [triáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. λόγ. γεν. και Tριάδος στη σημ. 2 : 1. τρία πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Οι μαθητές παρατάχτηκαν κατά τριάδες / σε τριάδες, ανά τρεις. || τρίο 2. 2. (εκκλ.) Aγία Tριάδα, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, οι τρεις υποστάσεις της μιας θεότητας: Tα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδος είναι ο Πατέρας, ο Yιός και το Άγιο Πνεύμα. || η γιορτή προς τιμήν της Aγίας Tριάδος: Σήμερα είναι της Aγίας Tριάδος. || ναός αφιερωμένος στην Aγία Tριάδα: H βάφτιση θα γίνει στην Aγία Tριάδα.
[λόγ.: 1: αρχ. τριάς, αιτ. -άδα· 2: ελνστ. σημ.]