Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρεχαντήρι το [trexandíri] Ο44 & τρεχαντήρα η [trexandíra] Ο25 : μικρό ιστιοφόρο, γρήγορο και πολύ σταθερό, που το χρησιμοποιούν σήμερα κυρίως ως αλιευτικό.
τρεχαντηράκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *τροχαντήριον υποκορ. του ελνστ. τροχαντήρ `όργανο για τρέξιμο, μέρος της πρύμνης κοντά στο τιμόνι΄, παρετυμ. τρέχω· τρεχαντήρ(ι) μεγεθ. -α]